ανανταπόδοτος

ανανταπόδοτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν ανταποδόθηκε ή που δεν μπορεί να ανταποδοθεί: Η προσβολή που μου έκαμε δε θα μείνει ανανταπόδοτη.
2. «ανανταπόδοτο σχήμα», το σχήμα λόγου στο οποίο σε δύο αλλεπάλληλες υποθετικές προτάσεις παραλείπεται η απόδοση της πρώτης, επειδή εύκολα εννοείται: Αν σ' αρέσει (ενν. πάει καλά), αν όχι κάνε ό,τι νομίζεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανανταπόδοτος — η, ο (Μ ἀνανταπόδοτος, ον) [ἀνταποδίδω] το ουδ. ως ουσ. το ανανταπόδοτο(ν) σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραλείπεται ως ευνόητη η απόδοση υποθετικού λόγου, σχήματα λογού νεοελλ. αυτός που δεν ανταποδόθηκε, αναπόδοτος, ανεπίστρεπτος, αγύριστος …   Dictionary of Greek

  • ἀνανταπόδοτον — ἀνανταπόδοτος without apodosis masc/fem acc sg ἀνανταπόδοτος without apodosis neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπόδοτος — η, ο (ΑΜ ἀναπόδοτος, ον) [ἀποδίδωμι] αυτός που δεν δόθηκε πίσω, δεν επιστράφηκε, ο ανεπίστρεπτος μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αναπόδοτο(ν) ή ανανταπόδοτο(ν) ή ανακόλουθο(ν) σχήμα βλ. ανανταπόδοτος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να αποδοθεί ή να… …   Dictionary of Greek

  • αχάριστος — (I) η, ο (AM ἀχάριστος, ον) [χαρίζομαι] αυτός που δεν χρωστάει χάρη για κάποια ευεργεσία, ο αγνώμονας αρχ. 1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος 2. δυσάρεστος 3. (για πρόσωπα) δυσμενής 4. ο ανανταπόδοτος 5. το ουδ. ως ουσ. το αντίδοτο. (II) η, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”